- Γαλατίᾳ
- Γαλατίᾱͅ , Γαλατίηfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλατία — Γαλατίᾱ , Γαλατίη fem nom/voc/acc dual Γαλατίᾱ , Γαλατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατία — I (λατ. Gallia). Ονομασία που έδωσαν οι Ρωμαίοι στις χώρες όπου κατοικούσαν τα κελτικά φύλα των Γαλατών τόσο στη δυτική Ευρώπη (μεταξύ Ρήνου, Ατλαντικού ωκεανού, Πυρηναίων, Μεσογείου και Άλπεων), τη λεγόμενη εκείθεν των Άλπεων Γ. (Gallia… … Dictionary of Greek
Γαλατίας — Γαλατίᾱς , Γαλατίη fem acc pl Γαλατίᾱς , Γαλατίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατίαι — Γαλατίᾱͅ , Γαλατίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατίαν — Γαλατίᾱν , Γαλατίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρικές επιδρομές — Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Αθάουλφος — (; – 415 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βησιγότθων (410 415). Ήταν αδελφός της συζύγου του Αλάριχου. Μετά τη λεηλασία της Ρώμης το 410, ο Αλάριχος πέθανε και την αρχηγία των Βησιγότθων ανέλαβε ο Α. Ο αυτοκράτορας Ονώριος συμφιλιώθηκε μαζί του, τον ονόμασε… … Dictionary of Greek
Αλαμανοί — (Alamanni). Ομάδα αρχαίων γερμανικών φύλων που εμφανίστηκαν κατά τον 3ο αι. μ.Χ. στην περιοχή του Άνω Ρήνου και του Κάτω Δούναβη, κοντά στα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος αυτοκράτορας που τους πολέμησε ήταν ο Καρακάλλας (213),… … Dictionary of Greek